φυλέτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φυλέτης | οι | φυλέτες |
γενική | του | φυλέτη | των | φυλετών |
αιτιατική | τον | φυλέτη | τους | φυλέτες |
κλητική | φυλέτη | φυλέτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυλέτης < φυλή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλέτης αρσενικό
- που ανήκει στην ίδια φυλή, ομόφυλος