ατέρμονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατέρμονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτέρμων, θέμα ἀτερμον-[1] + -ος αντί του -ας (όπως στο ατέρμονας) < ἀ- στερητικό + τέρμ(α) + -ων Μεταπλάστηκε σε επίθετο -ος, -η, -ο [2] όπως και το μακραίωνος > μακραίων[3]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈteɾ.mo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τέρ‐μο.νος
Επίθετο επεξεργασία
ατέρμονος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ατέρμονας, του ατέρμων
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ατέρμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατέρμονος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ατέρμονος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ -ων, -ων -ον και σχόλια (2) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ατέρμων» και σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)