Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατέρμονας
ατέρμων
η ατέρμονη
ατέρμων
το ατέρμονο
άτερμον
      γενική του ατέρμονα
ατέρμονος
της ατέρμονης
ατέρμονος
του ατέρμονου
ατέρμονος
    αιτιατική τον ατέρμονα την ατέρμονη
ατέρμονα
το ατέρμονο
άτερμον
     κλητική ατέρμονα
ατέρμων
ατέρμονη
ατέρμων
ατέρμονο
άτερμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατέρμονες οι ατέρμονες τα ατέρμονα
      γενική των ατέρμονων
ατερμόνων
των ατέρμονων
ατερμόνων
των ατέρμονων
ατερμόνων
    αιτιατική τους ατέρμονες τις ατέρμονες τα ατέρμονα
     κλητική ατέρμονες ατέρμονες ατέρμονα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «ατέρμονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατέρμονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτέρμ(ων) + -ονας < ἀ- στερητικό + τέρμ(α) + -ων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈteɾ.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τέρ‐μο‐νας

  Επίθετο επεξεργασία

ατέρμονας, -ονη, -ονο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «ατέρμων» και σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)