Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασφαιρικός η ασφαιρική το ασφαιρικό
      γενική του ασφαιρικού της ασφαιρικής του ασφαιρικού
    αιτιατική τον ασφαιρικό την ασφαιρική το ασφαιρικό
     κλητική ασφαιρικέ ασφαιρική ασφαιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασφαιρικοί οι ασφαιρικές τα ασφαιρικά
      γενική των ασφαιρικών των ασφαιρικών των ασφαιρικών
    αιτιατική τους ασφαιρικούς τις ασφαιρικές τα ασφαιρικά
     κλητική ασφαιρικοί ασφαιρικές ασφαιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασφαιρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aspherical < αρχαία ελληνική σφαιρικός < σφαῖρα

  Επίθετο επεξεργασία

ασφαιρικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία