ασυντρόφιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυντρόφιαστος < α- + συντροφιάζω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαασυντρόφιαστος
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ασυντρόφευτος
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυντρόφιαστα
- → δείτε τη λέξη σύντροφος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυντρόφιαστος
|