Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυντρόφιαστος η ασυντρόφιαστη το ασυντρόφιαστο
      γενική του ασυντρόφιαστου της ασυντρόφιαστης του ασυντρόφιαστου
    αιτιατική τον ασυντρόφιαστο την ασυντρόφιαστη το ασυντρόφιαστο
     κλητική ασυντρόφιαστε ασυντρόφιαστη ασυντρόφιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυντρόφιαστοι οι ασυντρόφιαστες τα ασυντρόφιαστα
      γενική των ασυντρόφιαστων των ασυντρόφιαστων των ασυντρόφιαστων
    αιτιατική τους ασυντρόφιαστους τις ασυντρόφιαστες τα ασυντρόφιαστα
     κλητική ασυντρόφιαστοι ασυντρόφιαστες ασυντρόφιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυντρόφιαστος < α- + συντροφιάζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ασυντρόφιαστος

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία