συντροφιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
συντροφιάζω
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του συντροφεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σύντροφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συντροφιάζω
|