Ετυμολογία

επεξεργασία
συντροφεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συντροφεύω [1] < αρχαία ελληνική σύντροφ(ος) + -εύω

συντροφεύω, αόρ.: συντρόφεψα/συντρόφευσα, παθ.φωνή: συντροφεύομαι, π.αόρ.: συντροφεύτηκα/συντροφεύθηκα, μτχ.π.π.: συντροφευμένος[2]

  1. είμαι σύντροφος κάποιου, του κρατώ συντροφιά, τον ακολουθώ, του συμπαραστέκομαι
  2. ακολουθώ μόνιμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συντροφεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992). 



ζητούμενο λήμμα