συντροφεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντροφεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συντροφεύω [1] < αρχαία ελληνική σύντροφ(ος) + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίασυντροφεύω, αόρ.: συντρόφεψα/συντρόφευσα, παθ.φωνή: συντροφεύομαι, π.αόρ.: συντροφεύτηκα/συντροφεύθηκα, μτχ.π.π.: συντροφευμένος[2]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασυντρόφευτα
- ασυντρόφευτος
- συντρόφευμα / συντρόφεμα
- συντροφευμένος / συντροφεμένος
- συντρόφευση
- → δείτε τις λέξεις σύντροφος, συν και τροφή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντροφεύω | συντρόφευα | θα συντροφεύω | να συντροφεύω | συντροφεύοντας | |
β' ενικ. | συντροφεύεις | συντρόφευες | θα συντροφεύεις | να συντροφεύεις | συντρόφευε | |
γ' ενικ. | συντροφεύει | συντρόφευε | θα συντροφεύει | να συντροφεύει | ||
α' πληθ. | συντροφεύουμε | συντροφεύαμε | θα συντροφεύουμε | να συντροφεύουμε | ||
β' πληθ. | συντροφεύετε | συντροφεύατε | θα συντροφεύετε | να συντροφεύετε | συντροφεύετε | |
γ' πληθ. | συντροφεύουν(ε) | συντρόφευαν συντροφεύαν(ε) |
θα συντροφεύουν(ε) | να συντροφεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντρόφεψα | θα συντροφέψω | να συντροφέψω | συντροφέψει | ||
β' ενικ. | συντρόφεψες | θα συντροφέψεις | να συντροφέψεις | συντρόφεψε | ||
γ' ενικ. | συντρόφεψε | θα συντροφέψει | να συντροφέψει | |||
α' πληθ. | συντροφέψαμε | θα συντροφέψουμε | να συντροφέψουμε | |||
β' πληθ. | συντροφέψατε | θα συντροφέψετε | να συντροφέψετε | συντροφέψτε | ||
γ' πληθ. | συντρόφεψαν συντροφέψαν(ε) |
θα συντροφέψουν(ε) | να συντροφέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντροφέψει | είχα συντροφέψει | θα έχω συντροφέψει | να έχω συντροφέψει | ||
β' ενικ. | έχεις συντροφέψει | είχες συντροφέψει | θα έχεις συντροφέψει | να έχεις συντροφέψει | ||
γ' ενικ. | έχει συντροφέψει | είχε συντροφέψει | θα έχει συντροφέψει | να έχει συντροφέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντροφέψει | είχαμε συντροφέψει | θα έχουμε συντροφέψει | να έχουμε συντροφέψει | ||
β' πληθ. | έχετε συντροφέψει | είχατε συντροφέψει | θα έχετε συντροφέψει | να έχετε συντροφέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν συντροφέψει | είχαν συντροφέψει | θα έχουν συντροφέψει | να έχουν συντροφέψει |
|
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντροφεύω | συντρόφευα | θα συντροφεύω | να συντροφεύω | συντροφεύοντας | |
β' ενικ. | συντροφεύεις | συντρόφευες | θα συντροφεύεις | να συντροφεύεις | συντρόφευε | |
γ' ενικ. | συντροφεύει | συντρόφευε | θα συντροφεύει | να συντροφεύει | ||
α' πληθ. | συντροφεύουμε | συντροφεύαμε | θα συντροφεύουμε | να συντροφεύουμε | ||
β' πληθ. | συντροφεύετε | συντροφεύατε | θα συντροφεύετε | να συντροφεύετε | συντροφεύετε | |
γ' πληθ. | συντροφεύουν(ε) | συντρόφευαν συντροφεύαν(ε) |
θα συντροφεύουν(ε) | να συντροφεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντρόφευσα | θα συντροφεύσω | να συντροφεύσω | συντροφεύσει | ||
β' ενικ. | συντρόφευσες | θα συντροφεύσεις | να συντροφεύσεις | συντρόφευσε | ||
γ' ενικ. | συντρόφευσε | θα συντροφεύσει | να συντροφεύσει | |||
α' πληθ. | συντροφεύσαμε | θα συντροφεύσουμε | να συντροφεύσουμε | |||
β' πληθ. | συντροφεύσατε | θα συντροφεύσετε | να συντροφεύσετε | συντροφεύστε | ||
γ' πληθ. | συντρόφευσαν συντροφεύσαν(ε) |
θα συντροφεύσουν(ε) | να συντροφεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντροφεύσει | είχα συντροφεύσει | θα έχω συντροφεύσει | να έχω συντροφεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις συντροφεύσει | είχες συντροφεύσει | θα έχεις συντροφεύσει | να έχεις συντροφεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει συντροφεύσει | είχε συντροφεύσει | θα έχει συντροφεύσει | να έχει συντροφεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντροφεύσει | είχαμε συντροφεύσει | θα έχουμε συντροφεύσει | να έχουμε συντροφεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε συντροφεύσει | είχατε συντροφεύσει | θα έχετε συντροφεύσει | να έχετε συντροφεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συντροφεύσει | είχαν συντροφεύσει | θα έχουν συντροφεύσει | να έχουν συντροφεύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντροφεύομαι | συντροφευόμουν(α) | θα συντροφεύομαι | να συντροφεύομαι | ||
β' ενικ. | συντροφεύεσαι | συντροφευόσουν(α) | θα συντροφεύεσαι | να συντροφεύεσαι | ||
γ' ενικ. | συντροφεύεται | συντροφευόταν(ε) | θα συντροφεύεται | να συντροφεύεται | ||
α' πληθ. | συντροφευόμαστε | συντροφευόμαστε συντροφευόμασταν |
θα συντροφευόμαστε | να συντροφευόμαστε | ||
β' πληθ. | συντροφεύεστε | συντροφευόσαστε συντροφευόσασταν |
θα συντροφεύεστε | να συντροφεύεστε | (συντροφεύεστε) | |
γ' πληθ. | συντροφεύονται | συντροφεύονταν συντροφευόντουσαν |
θα συντροφεύονται | να συντροφεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντροφεύτηκα | θα συντροφευτώ | να συντροφευτώ | συντροφευτεί | ||
β' ενικ. | συντροφεύτηκες | θα συντροφευτείς | να συντροφευτείς | συντροφέψου | ||
γ' ενικ. | συντροφεύτηκε | θα συντροφευτεί | να συντροφευτεί | |||
α' πληθ. | συντροφευτήκαμε | θα συντροφευτούμε | να συντροφευτούμε | |||
β' πληθ. | συντροφευτήκατε | θα συντροφευτείτε | να συντροφευτείτε | συντροφευτείτε | ||
γ' πληθ. | συντροφεύτηκαν συντροφευτήκαν(ε) |
θα συντροφευτούν(ε) | να συντροφευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συντροφευτεί | είχα συντροφευτεί | θα έχω συντροφευτεί | να έχω συντροφευτεί | ||
β' ενικ. | έχεις συντροφευτεί | είχες συντροφευτεί | θα έχεις συντροφευτεί | να έχεις συντροφευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συντροφευτεί | είχε συντροφευτεί | θα έχει συντροφευτεί | να έχει συντροφευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συντροφευτεί | είχαμε συντροφευτεί | θα έχουμε συντροφευτεί | να έχουμε συντροφευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συντροφευτεί | είχατε συντροφευτεί | θα έχετε συντροφευτεί | να έχετε συντροφευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συντροφευτεί | είχαν συντροφευτεί | θα έχουν συντροφευτεί | να έχουν συντροφευτεί |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντροφεύομαι | συντροφευόμουν(α) | θα συντροφεύομαι | να συντροφεύομαι | ||
β' ενικ. | συντροφεύεσαι | συντροφευόσουν(α) | θα συντροφεύεσαι | να συντροφεύεσαι | ||
γ' ενικ. | συντροφεύεται | συντροφευόταν(ε) | θα συντροφεύεται | να συντροφεύεται | ||
α' πληθ. | συντροφευόμαστε | συντροφευόμαστε συντροφευόμασταν |
θα συντροφευόμαστε | να συντροφευόμαστε | ||
β' πληθ. | συντροφεύεστε | συντροφευόσαστε συντροφευόσασταν |
θα συντροφεύεστε | να συντροφεύεστε | (συντροφεύεστε) | |
γ' πληθ. | συντροφεύονται | συντροφεύονταν συντροφευόντουσαν |
θα συντροφεύονται | να συντροφεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντροφεύθηκα | θα συντροφευθώ | να συντροφευθώ | συντροφευθεί | ||
β' ενικ. | συντροφεύθηκες | θα συντροφευθείς | να συντροφευθείς | συντροφεύσου | ||
γ' ενικ. | συντροφεύθηκε | θα συντροφευθεί | να συντροφευθεί | |||
α' πληθ. | συντροφευθήκαμε | θα συντροφευθούμε | να συντροφευθούμε | |||
β' πληθ. | συντροφευθήκατε | θα συντροφευθείτε | να συντροφευθείτε | συντροφευθείτε | ||
γ' πληθ. | συντροφεύθηκαν συντροφευθήκαν(ε) |
θα συντροφευθούν(ε) | να συντροφευθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συντροφευθεί | είχα συντροφευθεί | θα έχω συντροφευθεί | να έχω συντροφευθεί | συντροφευμένος | |
β' ενικ. | έχεις συντροφευθεί | είχες συντροφευθεί | θα έχεις συντροφευθεί | να έχεις συντροφευθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συντροφευθεί | είχε συντροφευθεί | θα έχει συντροφευθεί | να έχει συντροφευθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συντροφευθεί | είχαμε συντροφευθεί | θα έχουμε συντροφευθεί | να έχουμε συντροφευθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συντροφευθεί | είχατε συντροφευθεί | θα έχετε συντροφευθεί | να έχετε συντροφευθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συντροφευθεί | είχαν συντροφευθεί | θα έχουν συντροφευθεί | να έχουν συντροφευθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συντροφευμένος - είμαστε, είστε, είναι συντροφευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συντροφευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συντροφευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συντροφευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συντροφευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συντροφευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συντροφευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντροφεύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συντροφεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).