ασυντρόφευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυντρόφευτος < α- στερητικό + συντροφεύω
Επίθετο επεξεργασία
ασυντρόφευτος, -η, -ο
- ο απομακρυσμένος, ξεμοναχιασμένος
- ο χωρίς σύντροφο ή συντροφιά
- περνά τις μέρες του στην ερημιά, μόνος και ασυντρόφευτος
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυντρόφευτος