Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυντρόφευτος η ασυντρόφευτη το ασυντρόφευτο
      γενική του ασυντρόφευτου της ασυντρόφευτης του ασυντρόφευτου
    αιτιατική τον ασυντρόφευτο την ασυντρόφευτη το ασυντρόφευτο
     κλητική ασυντρόφευτε ασυντρόφευτη ασυντρόφευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυντρόφευτοι οι ασυντρόφευτες τα ασυντρόφευτα
      γενική των ασυντρόφευτων των ασυντρόφευτων των ασυντρόφευτων
    αιτιατική τους ασυντρόφευτους τις ασυντρόφευτες τα ασυντρόφευτα
     κλητική ασυντρόφευτοι ασυντρόφευτες ασυντρόφευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυντρόφευτος < α- στερητικό + συντροφεύω

  Επίθετο επεξεργασία

ασυντρόφευτος, -η, -ο

  1. ο απομακρυσμένος, ξεμοναχιασμένος
  2. ο χωρίς σύντροφο ή συντροφιά
    περνά τις μέρες του στην ερημιά, μόνος και ασυντρόφευτος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία