συντροφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντροφικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συντροφικός < σύντροφ(ος) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.dɾo.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντρο‐φι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίασυντροφικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- συντροφικά
- συντροφικάτα
- → και δείτε τη λέξη σύντροφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντροφικός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
επεξεργασία- συντροφικός < σύντροφ(ος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυντροφικός
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .