αρθραλγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρθραλγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική arthralgie < αρχαία ελληνική ἄρθρ(ον) (άρθρωση) + -αλγία [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.θɾalˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐θραλ‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρθραλγία θηλυκό
- (ιατρική) πόνος των αρθρώσεων
- → δείτε και τη λέξη ρευματισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρθραλγία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρθραλγία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας