artrito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artrito | artritoj |
αιτιατική | artriton | artritojn |
artrito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | artrito | artritoj |
αιτιατική | artriton | artritojn |
artrito (eo)