ενικός         πληθυντικός  
arthrite arthrites

  Ετυμολογία

επεξεργασία
arthrite < δημώδης λατινική arthritis < αρχαία ελληνική ἀρθρῖτις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aʁ.tʁit/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arthrite (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία