arthrite
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- arthrite < δημώδης λατινική arthritis < αρχαία ελληνική ἀρθρῖτις
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arthrite | arthrites |
arthrite (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arthrite | arthrites |
arthrite (fr) θηλυκό