Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποσυμφορώ < αποσυμφόρηση + (αναδρομικός σχηματισμός) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décongestionner)

  Ρήμα επεξεργασία

αποσυμφορώ (παθητική φωνή: αποσυμφορούμαι)

  1. μειώνω ή εξαλείφω το στρίμωγμα ή τον συνωστισμό, περιορίζοντας τα πράγματα, πρόσωπα ή οχήματα που υπάρχουν ή κινούνται σε κάποιο χώρο
  2. ξεβουλώνω το αναπνευστικό σύστημα, το απελευθερώνω από τις εκκρίσεις ή οτιδήποτε άλλο εμποδίζει την ελεύθερη διακίνηση του αέρα
  3. μειώνω τις εργασίες που πρέπει να διεκπεραιωθούν από κάποια υπηρεσία, διευκολύνοντας το έργο της

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία