αποσυμφορητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποσυμφορητικός < αποσυμφορώ + -τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αποσυμφορητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσυμφόρηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- αποσυμφορητικά
- αποσυμφορητικώς
- → δείτε τις λέξεις αποσυμφορώ, από, συν και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσυμφορητικός