αποσυμφορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυμφορίζω < αποσυμφορώ + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίααποσυμφορίζω
- άλλη μορφή του αποσυμφορώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυμφορίζω | αποσυμφόριζα | θα αποσυμφορίζω | να αποσυμφορίζω | αποσυμφορίζοντας | |
β' ενικ. | αποσυμφορίζεις | αποσυμφόριζες | θα αποσυμφορίζεις | να αποσυμφορίζεις | αποσυμφόριζε | |
γ' ενικ. | αποσυμφορίζει | αποσυμφόριζε | θα αποσυμφορίζει | να αποσυμφορίζει | ||
α' πληθ. | αποσυμφορίζουμε | αποσυμφορίζαμε | θα αποσυμφορίζουμε | να αποσυμφορίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσυμφορίζετε | αποσυμφορίζατε | θα αποσυμφορίζετε | να αποσυμφορίζετε | αποσυμφορίζετε | |
γ' πληθ. | αποσυμφορίζουν(ε) | αποσυμφόριζαν αποσυμφορίζαν(ε) |
θα αποσυμφορίζουν(ε) | να αποσυμφορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυμφόρισα | θα αποσυμφορίσω | να αποσυμφορίσω | αποσυμφορίσει | ||
β' ενικ. | αποσυμφόρισες | θα αποσυμφορίσεις | να αποσυμφορίσεις | αποσυμφόρισε | ||
γ' ενικ. | αποσυμφόρισε | θα αποσυμφορίσει | να αποσυμφορίσει | |||
α' πληθ. | αποσυμφορίσαμε | θα αποσυμφορίσουμε | να αποσυμφορίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσυμφορίσατε | θα αποσυμφορίσετε | να αποσυμφορίσετε | αποσυμφορίστε | ||
γ' πληθ. | αποσυμφόρισαν αποσυμφορίσαν(ε) |
θα αποσυμφορίσουν(ε) | να αποσυμφορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσυμφορίσει | είχα αποσυμφορίσει | θα έχω αποσυμφορίσει | να έχω αποσυμφορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσυμφορίσει | είχες αποσυμφορίσει | θα έχεις αποσυμφορίσει | να έχεις αποσυμφορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυμφορίσει | είχε αποσυμφορίσει | θα έχει αποσυμφορίσει | να έχει αποσυμφορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυμφορίσει | είχαμε αποσυμφορίσει | θα έχουμε αποσυμφορίσει | να έχουμε αποσυμφορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυμφορίσει | είχατε αποσυμφορίσει | θα έχετε αποσυμφορίσει | να έχετε αποσυμφορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυμφορίσει | είχαν αποσυμφορίσει | θα έχουν αποσυμφορίσει | να έχουν αποσυμφορίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσυμφορίζω
|