απορημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
απορημένος αρσενικό, απορημένη θηλυκό, απορημένο ουδέτερο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απορώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη απορώ
Δείτε επίσης : απορριμμένος |
απορημένος αρσενικό, απορημένη θηλυκό, απορημένο ουδέτερο