Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απορριμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.3
ομόηχα
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απορριμμέν
ος
η
απορριμμέν
η
το
απορριμμέν
ο
γενική
του
απορριμμέν
ου
της
απορριμμέν
ης
του
απορριμμέν
ου
αιτιατική
τον
απορριμμέν
ο
την
απορριμμέν
η
το
απορριμμέν
ο
κλητική
απορριμμέν
ε
απορριμμέν
η
απορριμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απορριμμέν
οι
οι
απορριμμέν
ες
τα
απορριμμέν
α
γενική
των
απορριμμέν
ων
των
απορριμμέν
ων
των
απορριμμέν
ων
αιτιατική
τους
απορριμμέν
ους
τις
απορριμμέν
ες
τα
απορριμμέν
α
κλητική
απορριμμέν
οι
απορριμμέν
ες
απορριμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απορριμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
απορρίπτω
→
δείτε
τη λέξη
απορρίπτομαι
Μετοχή
επεξεργασία
απορριμμένος, -η, -ο
αποριγμένος
ομόηχα
επεξεργασία
απορημένος