αποικιοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποικιοκρατία < αποικί(α) + -ο- + -κρατία, απόδοση για την αγγλική colonialism και γαλλική colonialisme[1][2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pi.ci.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ποι‐κι‐ο‐κρα‐τί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποικιοκρατία θηλυκό
- η επιβολή της βούλησης και η κυριαρχία (σε διάφορα επίπεδα: πολιτικό, οικονομικό κ.λπ.) ισχυρότερων χωρών πάνω σε ασθενέστερες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποικιοκρατία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αποικιοκρατία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)