αποικιοκράτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποικιοκράτηση | οι | αποικιοκρατήσεις |
γενική | της | αποικιοκράτησης* | των | αποικιοκρατήσεων |
αιτιατική | την | αποικιοκράτηση | τις | αποικιοκρατήσεις |
κλητική | αποικιοκράτηση | αποικιοκρατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποικιοκρατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποικιοκράτηση < αποικιοκρατούμαι + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποικιοκράτηση[1] θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποικιοκρατούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποικιοκράτηση
- ↑ αποικιοκράτηση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας