απλούστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απλούστερος | η | απλούστερη | το | απλούστερο |
γενική | του | απλούστερου | της | απλούστερης | του | απλούστερου |
αιτιατική | τον | απλούστερο | την | απλούστερη | το | απλούστερο |
κλητική | απλούστερε | απλούστερη | απλούστερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απλούστεροι | οι | απλούστερες | τα | απλούστερα |
γενική | των | απλούστερων | των | απλούστερων | των | απλούστερων |
αιτιατική | τους | απλούστερους | τις | απλούστερες | τα | απλούστερα |
κλητική | απλούστεροι | απλούστερες | απλούστερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απλούστερος < αρχαία ελληνική ἁπλούστερος, ἁπλοῦς
Επίθετο
επεξεργασίααπλούστερος, -η, -ο
- συγκριτικός βαθμός του απλός: πιο εύκολος, λιγότερο περίπλοκος