↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλοελληνικός η απλοελληνική το απλοελληνικό
      γενική του απλοελληνικού της απλοελληνικής του απλοελληνικού
    αιτιατική τον απλοελληνικό την απλοελληνική το απλοελληνικό
     κλητική απλοελληνικέ απλοελληνική απλοελληνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλοελληνικοί οι απλοελληνικές τα απλοελληνικά
      γενική των απλοελληνικών των απλοελληνικών των απλοελληνικών
    αιτιατική τους απλοελληνικούς τις απλοελληνικές τα απλοελληνικά
     κλητική απλοελληνικοί απλοελληνικές απλοελληνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απλοελληνικός < απλός + -ο- + ελληνικός

  Επίθετο

επεξεργασία

απλοελληνικός, -ή, -ο

  1. που λέγεται σε απλή ελληνική γλώσσα
     συνώνυμα: δημοτικός, νεοελληνικός
  2. (ουσιαστικοποιημένο) η απλοελληνική: η απλή νεοελληνική γλώσσα
     συνώνυμα: τα απλοελληνικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία