απλοελληνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
απλοελληνικός, -ή, -ο
- που λέγεται σε απλή ελληνική γλώσσα
- (ουσιαστικοποιημένο) η απλοελληνική: η απλή νεοελληνική γλώσσα
- ≈ συνώνυμα: τα απλοελληνικά
Συγγενικά επεξεργασία
- απλοελληνικά (επίρρημα)
- απλοελληνικά (ουσιαστικό)
- απλοελληνική
- → δείτε τις λέξεις απλός και Έλληνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλοελληνικός
|