απαρέγκλιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαρέγκλιτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπαρέγκλιτος < ἀ- στερητικό + παρεγκλίνω + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paˈɾeŋ.ɡli.tos/
Επίθετο
επεξεργασίααπαρέγκλιτος, -η, -ο
- που δεν περιλαμβάνει καμία παρέκκλιση από την αρχικά καθορισμένη πορεία του, από αρχές, συμφωνίες κλπ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαρέγκλιτος