Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιφιλοσοφικός η αντιφιλοσοφική το αντιφιλοσοφικό
      γενική του αντιφιλοσοφικού της αντιφιλοσοφικής του αντιφιλοσοφικού
    αιτιατική τον αντιφιλοσοφικό την αντιφιλοσοφική το αντιφιλοσοφικό
     κλητική αντιφιλοσοφικέ αντιφιλοσοφική αντιφιλοσοφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιφιλοσοφικοί οι αντιφιλοσοφικές τα αντιφιλοσοφικά
      γενική των αντιφιλοσοφικών των αντιφιλοσοφικών των αντιφιλοσοφικών
    αιτιατική τους αντιφιλοσοφικούς τις αντιφιλοσοφικές τα αντιφιλοσοφικά
     κλητική αντιφιλοσοφικοί αντιφιλοσοφικές αντιφιλοσοφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιφιλοσοφικός < αντι- + φιλοσοφικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιφιλοσοφικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία