Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.fi.lɔ.zɔ.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antiphilosophique antiphilosophiques

antiphilosophique (fr) αρσενικό ή θηλυκό