Δείτε επίσης: ἀντιπολιτευόμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπολιτευόμενος η αντιπολιτευόμενη το αντιπολιτευόμενο
      γενική του αντιπολιτευόμενου της αντιπολιτευόμενης του αντιπολιτευόμενου
    αιτιατική τον αντιπολιτευόμενο την αντιπολιτευόμενη το αντιπολιτευόμενο
     κλητική αντιπολιτευόμενε αντιπολιτευόμενη αντιπολιτευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπολιτευόμενοι οι αντιπολιτευόμενες τα αντιπολιτευόμενα
      γενική των αντιπολιτευόμενων των αντιπολιτευόμενων των αντιπολιτευόμενων
    αιτιατική τους αντιπολιτευόμενους τις αντιπολιτευόμενες τα αντιπολιτευόμενα
     κλητική αντιπολιτευόμενοι αντιπολιτευόμενες αντιπολιτευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπολιτευόμενος: → δείτε το αρχαίο ἀντιπολιτευόμενος. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + πολιτευόμενος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.po.li.teˈvo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐πο‐λι‐τευ‐ό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αντιπολιτευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία