αντιπολιτευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπολιτευόμενος: → δείτε το αρχαίο ἀντιπολιτευόμενος. Μορφολογικά αναλύεται σε αντι- + πολιτευόμενος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.di.po.li.teˈvo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πο‐λι‐τευ‐ό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίααντιπολιτευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)
- μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος αντιπολιτεύομαι που ασκεί αντιπολίτευση
- ※ O Βούτσιτς κατέβηκε στις κάλπες χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, καθώς ο αντιπολιτευόμενος συνασπισμός Συμμαχία για τη Σερβία επέλεξε να μποϊκοτάρει τις εκλογές.
- Αναμενόμενη η επικράτηση του Βούτσιτς στις εκλογές της Σερβίας, Εφημερίδα των Συντακτών, 21 Ιουνίου 2020
- ※ O Βούτσιτς κατέβηκε στις κάλπες χωρίς ουσιαστικό αντίπαλο, καθώς ο αντιπολιτευόμενος συνασπισμός Συμμαχία για τη Σερβία επέλεξε να μποϊκοτάρει τις εκλογές.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντιπολίτευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπολιτευόμενος
|
Πηγές
επεξεργασία- αντιπολιτευόμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αντιπολιτευόμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αντιπολιτεύομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας