Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπολιτευόμενος η συμπολιτευόμενη το συμπολιτευόμενο
      γενική του συμπολιτευόμενου της συμπολιτευόμενης του συμπολιτευόμενου
    αιτιατική τον συμπολιτευόμενο τη συμπολιτευόμενη το συμπολιτευόμενο
     κλητική συμπολιτευόμενε συμπολιτευόμενη συμπολιτευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπολιτευόμενοι οι συμπολιτευόμενες τα συμπολιτευόμενα
      γενική των συμπολιτευόμενων των συμπολιτευόμενων των συμπολιτευόμενων
    αιτιατική τους συμπολιτευόμενους τις συμπολιτευόμενες τα συμπολιτευόμενα
     κλητική συμπολιτευόμενοι συμπολιτευόμενες συμπολιτευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπολιτευόμενος < μετοχή ενεστώτα του παθητικού ρήματος συμπολιτεύομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.bo.li.teˈvo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπο‐λι‐τευ‐ό‐με‐νος
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐πο‐λι‐τευ‐ό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συμπολιτευόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία