↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολιτευόμενος η πολιτευόμενη το πολιτευόμενο
      γενική του πολιτευόμενου της πολιτευόμενης του πολιτευόμενου
    αιτιατική τον πολιτευόμενο την πολιτευόμενη το πολιτευόμενο
     κλητική πολιτευόμενε πολιτευόμενη πολιτευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολιτευόμενοι οι πολιτευόμενες τα πολιτευόμενα
      γενική των πολιτευόμενων των πολιτευόμενων των πολιτευόμενων
    αιτιατική τους πολιτευόμενους τις πολιτευόμενες τα πολιτευόμενα
     κλητική πολιτευόμενοι πολιτευόμενες πολιτευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πολιτευόμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία