Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολιτευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολιτευόμεν
ος
η
πολιτευόμεν
η
το
πολιτευόμεν
ο
γενική
του
πολιτευόμεν
ου
της
πολιτευόμεν
ης
του
πολιτευόμεν
ου
αιτιατική
τον
πολιτευόμεν
ο
την
πολιτευόμεν
η
το
πολιτευόμεν
ο
κλητική
πολιτευόμεν
ε
πολιτευόμεν
η
πολιτευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολιτευόμεν
οι
οι
πολιτευόμεν
ες
τα
πολιτευόμεν
α
γενική
των
πολιτευόμεν
ων
των
πολιτευόμεν
ων
των
πολιτευόμεν
ων
αιτιατική
τους
πολιτευόμεν
ους
τις
πολιτευόμεν
ες
τα
πολιτευόμεν
α
κλητική
πολιτευόμεν
οι
πολιτευόμεν
ες
πολιτευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πολιτευόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
πολιτεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολιτευόμενος
γαλλικά
:
homme
(fr)
politique
(fr)
,
politicien
(fr)
,
candidat
(fr)