Δείτε επίσης: ἀντιλαμβανόμενος

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιλαμβανόμενος η αντιλαμβανόμενη το αντιλαμβανόμενο
      γενική του αντιλαμβανόμενου της αντιλαμβανόμενης του αντιλαμβανόμενου
    αιτιατική τον αντιλαμβανόμενο την αντιλαμβανόμενη το αντιλαμβανόμενο
     κλητική αντιλαμβανόμενε αντιλαμβανόμενη αντιλαμβανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιλαμβανόμενοι οι αντιλαμβανόμενες τα αντιλαμβανόμενα
      γενική των αντιλαμβανόμενων των αντιλαμβανόμενων των αντιλαμβανόμενων
    αιτιατική τους αντιλαμβανόμενους τις αντιλαμβανόμενες τα αντιλαμβανόμενα
     κλητική αντιλαμβανόμενοι αντιλαμβανόμενες αντιλαμβανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αντιλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλαμβανόμενος, μετοχή μεσοπαθητικής φωνής του ἀντιλαμβάνω. Συγχρονικά, μετοχή ενεστώτα του ρήματος αντιλαμβάνομαι (ρήμα παθητικής φωνής)

  Μετοχή Επεξεργασία

αντιλαμβανόμενος, -η, -ο

  • καθώς αντιλαμβάνεται κάτι
    Αντιλαμβανόμενος ύποπτες κινήσεις, ειδοποίησε την αστυνομία.

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία