αντιλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντιλαμβανόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιλαμβανόμενος, μετοχή μεσοπαθητικής φωνής του ἀντιλαμβάνω. Συγχρονικά, μετοχή ενεστώτα του ρήματος αντιλαμβάνομαι (ρήμα παθητικής φωνής)
Μετοχή Επεξεργασία
αντιλαμβανόμενος, -η, -ο
- καθώς αντιλαμβάνεται κάτι
- ↪ Αντιλαμβανόμενος ύποπτες κινήσεις, ειδοποίησε την αστυνομία.
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αντιλαμβανόμενος
perceiving
|