Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αντιληφθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιλαμβάνομαι
  2. θα αντιληφθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιλαμβάνομαι