ανονείρευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανονείρευτος < αν- + ονειρεύομαι + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ανονείρευτος, -η, -ο
- που δεν εμφανίζει όνειρα
- που δεν τον έχουμε ονειρευτεί, που δεν τον έχουμε ελπίσει
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ονειρεύομαι και όνειρο