↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανονείρευτος η ανονείρευτη το ανονείρευτο
      γενική του ανονείρευτου της ανονείρευτης του ανονείρευτου
    αιτιατική τον ανονείρευτο την ανονείρευτη το ανονείρευτο
     κλητική ανονείρευτε ανονείρευτη ανονείρευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανονείρευτοι οι ανονείρευτες τα ανονείρευτα
      γενική των ανονείρευτων των ανονείρευτων των ανονείρευτων
    αιτιατική τους ανονείρευτους τις ανονείρευτες τα ανονείρευτα
     κλητική ανονείρευτοι ανονείρευτες ανονείρευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανονείρευτος < αν- + ονειρεύομαι + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανονείρευτος, -η, -ο

  1. που δεν εμφανίζει όνειρα
     συνώνυμα: ανόνειρος
  2. που δεν τον έχουμε ονειρευτεί, που δεν τον έχουμε ελπίσει
     συνώνυμα: ανέλπιστος, απροσδόκητος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία