ανικτερικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανικτερικός < αν- (στερητικό α-) + ικτερικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική anicteric
Επίθετο επεξεργασία
ανικτερικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ίκτερος
ανικτερικός, -ή, -ό