Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ικτερικός η ικτερική το ικτερικό
      γενική του ικτερικού της ικτερικής του ικτερικού
    αιτιατική τον ικτερικό την ικτερική το ικτερικό
     κλητική ικτερικέ ικτερική ικτερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ικτερικοί οι ικτερικές τα ικτερικά
      γενική των ικτερικών των ικτερικών των ικτερικών
    αιτιατική τους ικτερικούς τις ικτερικές τα ικτερικά
     κλητική ικτερικοί ικτερικές ικτερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ικτερικός < ίκτερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.kte.ɾiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.kte.ɾiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.kte.ɾiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ικτερικός, -ή, -ό

ικτερικός ορός
οξεία ικτερική ηπατίτιδα Β

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ικτερικός

  • ο ασθενής που πάσχει από ίκτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία