ανθοδόχη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθοδόχη < (ελληνιστική κοινή) ἀνθοδόκη, θηλυκό του ἀνθοδόκος (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική réceptacle)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθοδόχη θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του ανθοδοχείο
- (βοτανική) το επάνω μέρος του κάλυκα ενός φυτού, απ’ όπου βγαίνει το άνθος
Συγγενικά
επεξεργασία- ανθοδοχείο
- → δείτε τις λέξεις άνθος και δέχομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθοδόχη
|