ανεμοσούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανεμοσούρι | τα | ανεμοσούρια |
γενική | του | ανεμοσουριού | των | ανεμοσουριών |
αιτιατική | το | ανεμοσούρι | τα | ανεμοσούρια |
κλητική | ανεμοσούρι | ανεμοσούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανεμοσούρι < ανεμοσουρ(ίζει) + -ι (αναδρομικός σχηματισμός) [1] [2]
- Κατά το Λεξικό 'Τριανταφυλλίδη',[3] κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ἀνεμόσουρις + -ιον > (-ι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ne.moˈsu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐σού‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανεμοσούρι ουδέτερο
- (μετεωρολογία) δυνατός άνεμος μαζί με χιόνι
- (άνεμος) ισχυρός άνεμος
- ※ Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγει τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφηνε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο.
- Χρήστος Χρηστοβασίλης, «Τα Χριστούγεννα της γριάς», Διηγήματα της ξενιτειάς, τυπ. Κωνσταντινίδη, 1899
- ※ Το πιστικούδι πήγαινε μπροστά, κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη δαύλα αναμμένη και την έσερνε πέρα δώθε για να φέγγει τον δρόμο, γιατί τ' ανεμοσούρι δεν άφηνε ούτε λαμπάδα, ούτε δαδί αναμμένο.
- το συσσωρευμένο από τον αέρα χιόνι
- ※ Το τμήμα αυτό της Εγνατίας είχε κλείσει πέρυσι και πρόπερσι εξαιτίας του χιονιού, έκλεισε και χθες από το δυνατό «ανεμοσούρι» δημιουργώντας ερωτήματα για τον τρόπο που σχεδιάστηκε η Εγνατία Οδός σε αυτήν την περιοχή.
- Το «ανεμοσούρι» κλείνει την Εγνατία, Η Καθημερινή, 5 Φεβρουαρίου 2005
- άλλες μορφές: ανεμοσούρισμα[4]
- ≈ συνώνυμα: ανεμοστοίβαγμα, ιδιωματικό: ανεμοσουρά
- ※ Το τμήμα αυτό της Εγνατίας είχε κλείσει πέρυσι και πρόπερσι εξαιτίας του χιονιού, έκλεισε και χθες από το δυνατό «ανεμοσούρι» δημιουργώντας ερωτήματα για τον τρόπο που σχεδιάστηκε η Εγνατία Οδός σε αυτήν την περιοχή.
- (ιδίως στον πληθυντικό)[4] η βοή του ανέμου
- ⮡ της ρεματιάς τ' ανεμοσούρια
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ανεμοσούριασμα (ιδιωματικό, Μακεδονία)
- ανεμουσούρισμα (ιδιωματικό, Ήπειρος)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ανεμοσουρίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άνεμος και χιόνι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ανεμουσούρι», σελ.189 - τόμος 2, 1939 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
- ↑ ανεμοσούρι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ανεμοσούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 4,0 4,1 «ἀνεμοσούρι» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .