ανεμοσουρίζει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεμοσουρίζει < ανεμο- + σουρίζω στο 3ο πρόσωπο ενικού υποθετικού τύπου *ανεμοσουρίζω → δείτε και τη λέξη σφυρίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ne.mo.suˈɾi.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐μο‐σου‐ρί‐ζει
Ρήμα επεξεργασία
ανεμοσουρίζει (απρόσωπο ρήμα)
- (μετεωρολογία, ιδιωματικό)
- (Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα) πέφτει χιόνι μαζί με δυνατό άνεμο
- (Ήπειρος: Ζαγόρι) συσσωρεύεται χιόνι από δυνατό άνεμο
- (αμετάβατο) με χτυπάει δυνατός άνεμος
- → δείτε 'ναμουσουρά (Σύμη)
Άλλες μορφές επεξεργασία
ιδιωματικές προφορές, μορφές:
- ανεμοσουριαίνει, ανεμοσουριαίνεται (Λακωνία, Πελοπόννησος)
- ανιμουσουρίζ' (Ζαγόρι)
- ΄ναμουσουρά (Σύμη)
Ρηματικοί τύποι επεξεργασία
- ανεμοσουρισμένος (μετοχή)
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεμοσουρά (ιδιωματικό)
- ανεμοσούρι
- ανεμουσούρι
- ανεμοσούριασμα (ιδιωματικό, Μακεδονία)
- ανεμοσούρισμα
- ανεμοσουριασμένος (μετοχή)
- ανεμοσουρισμένος (μετοχή)
- ανεμουσούριασμα (ιδιωματικό, Ήπειρος)
→ και δείτε τις λέξεις άνεμος και σουρίζω
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ανεμοσούσουρρο (ιδιωματικό, Σαντορίνη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσάει με χιόνι
|
Πηγές επεξεργασία
- ἀνεμοσουρίζει, ἀνεμοσουράει - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Κατά γ΄πρόσωπο ανεμοσουρίζω - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
σελ.189 - τόμος 2, 1939.