αναγνώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγνώσιμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααναγνώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αναγνωστεί, να διαβαστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- αναγινώσκω
- ανάγνωση
- ανάγνωσμα
- αναγνωσματάριο
- αναγνωστήρι
- αναγνώστης
- αναγνωστικό
- αναγνωστικός
- ευανάγνωστος