αμινοβουτυρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμινοβουτυρικός < (λόγιο δάνειο) αγγλική aminobutyric < amino- (αμινο-) + butyric (βουτυρικός)
Επίθετο
επεξεργασίααμινοβουτυρικός, -ή, -ό
- (χημεία) που σχετίζεται με ή αναφέρεται σε μία από τις πολλές ισομερείς μονοσθενείς ρίζες, στις οποίες ένα άτομο υδρογόνου αντικαθίσταται από μια ομάδα αμινών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμινοβουτυρικός