Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμετρωπία οι αμετρωπίες
      γενική της αμετρωπίας των αμετρωπιών
    αιτιατική την αμετρωπία τις αμετρωπίες
     κλητική αμετρωπία αμετρωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμετρωπία < νεολατινική ametropia < αρχαία ελληνική ἄμετρος + ὤψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμετρωπία θηλυκό

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αμετρωπίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)