αμαρκάριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμαρκάριστος
- που δεν έχει μαρκαριστεί
- που δεν του έχουν βάλει αναγνωριστικό σημάδι
- που δεν είναι κοντά του να τον ελέγχει και να τον παρεμποδίζει κανείς αντίπαλος παίκτης