αληπασάδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααληπασάδικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τον Αλή πασά, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (μεταφορικά) βίαιος, καταπιεστικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αληπασάδικος
|