↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αληπασαλικός η αληπασαλική το αληπασαλικό
      γενική του αληπασαλικού της αληπασαλικής του αληπασαλικού
    αιτιατική τον αληπασαλικό την αληπασαλική το αληπασαλικό
     κλητική αληπασαλικέ αληπασαλική αληπασαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αληπασαλικοί οι αληπασαλικές τα αληπασαλικά
      γενική των αληπασαλικών των αληπασαλικών των αληπασαλικών
    αιτιατική τους αληπασαλικούς τις αληπασαλικές τα αληπασαλικά
     κλητική αληπασαλικοί αληπασαλικές αληπασαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αληπασαλικός < Αλή + πασαλίκι + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αληπασαλικός, -ή, -ο

  • (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αληπασάδικος
    ※  Εἰς τὸν Σουλεϊμὰν Πασᾶν αὐτόν, ἀπερχόμενον εἰς τὴν θέσιν του, ἐπίσημόν τι χριστιανικὸν ὑποκείμενον συνέστησε στενῶς ὡς γραμματέα καὶ σύμβουλον, Ἀναγνώστην τινα Σιατιστέα, ἄνδρα ἔμπειρον, ὅστις ἔμελλεν ἵνα χρησιμεύσῃ μυστηριῶδες πρόσωπον εἰς τὴν ἀρχομένην ἤδη ἀληπασαλικὴν σκηνήν. Τὸ πραγματικὸν αὐτοῦ ὄνομα ἦν Νικόλαος Λαππᾶς· ὑπῆρξε δὲ οὗτος ἐκ τῶν τολμηροτέρων καὶ ἐπιδεξιωτέρων μελῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. (Αραβαντινός Σπυρίδων, Χρονογραφία τῆς Ἠπείρου, τῶν τε ὁμόρων ἑλληνικῶν καὶ ἰλλυρικῶν χωρῶν διατρέχουσα κατὰ σειρὰν τὰ ἐν αὐταῖς συμβάντα ἀπὸ τοῦ σωτηρίου ἔτους μέχρι τοῦ 1854, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστοῦ, ἐν Ἀθήναις 1856, τ. 1, σελ. 324)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία