αληπασαλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααληπασαλικός, -ή, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αληπασάδικος
- ※ Εἰς τὸν Σουλεϊμὰν Πασᾶν αὐτόν, ἀπερχόμενον εἰς τὴν θέσιν του, ἐπίσημόν τι χριστιανικὸν ὑποκείμενον συνέστησε στενῶς ὡς γραμματέα καὶ σύμβουλον, Ἀναγνώστην τινα Σιατιστέα, ἄνδρα ἔμπειρον, ὅστις ἔμελλεν ἵνα χρησιμεύσῃ μυστηριῶδες πρόσωπον εἰς τὴν ἀρχομένην ἤδη ἀληπασαλικὴν σκηνήν. Τὸ πραγματικὸν αὐτοῦ ὄνομα ἦν Νικόλαος Λαππᾶς· ὑπῆρξε δὲ οὗτος ἐκ τῶν τολμηροτέρων καὶ ἐπιδεξιωτέρων μελῶν τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. (Αραβαντινός Σπυρίδων, Χρονογραφία τῆς Ἠπείρου, τῶν τε ὁμόρων ἑλληνικῶν καὶ ἰλλυρικῶν χωρῶν διατρέχουσα κατὰ σειρὰν τὰ ἐν αὐταῖς συμβάντα ἀπὸ τοῦ σωτηρίου ἔτους μέχρι τοῦ 1854, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστοῦ, ἐν Ἀθήναις 1856, τ. 1, σελ. 324)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αληπασαλικός
|