αληπασαλίδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααληπασαλίδικος, -ή, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αληπασάδικος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αληπασαλίδικος
|
αληπασαλίδικος, -ή, -ο
|