αλίγδωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈli.ɣðo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λί‐γδω‐τος
Επίθετο επεξεργασία
αλίγδωτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αλίγδιαστος (από το λιγδιάζω)
- που δεν τον έχουν λιγδώσει
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λίγδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλίγδωτος
|