Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λιγδώνω < λίγδ(α) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

λιγδώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • λιγδώνω το άντερό μου: λαδώνω το άντερό μου, έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι φάγαμε καλά, αλλά και συνεκδοχικά ότι επιτέλους βελτιώθηκε η κατάστασή μας μετά από περίοδο φτώχειας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία