ακριμάτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακριμάτιστος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που δεν έχει κάνει κρίματα, λάθη ή αμαρτίες ή δεν είναι δυνατόν να του καταλογιστούν
- Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος, / που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Χάρος. (Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ε, 1535-1536)
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
- ακριμάτιστα
- → δείτε τις λέξεις κριματίζω και κρίμα