↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακραιόφιλος η ακραιόφιλη το ακραιόφιλο
      γενική του ακραιόφιλου της ακραιόφιλης του ακραιόφιλου
    αιτιατική τον ακραιόφιλο την ακραιόφιλη το ακραιόφιλο
     κλητική ακραιόφιλε ακραιόφιλη ακραιόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακραιόφιλοι οι ακραιόφιλες τα ακραιόφιλα
      γενική των ακραιόφιλων των ακραιόφιλων των ακραιόφιλων
    αιτιατική τους ακραιόφιλους τις ακραιόφιλες τα ακραιόφιλα
     κλητική ακραιόφιλοι ακραιόφιλες ακραιόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακραιόφιλος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική extremophile < extreme (ακραίος, εξτρέμ) + -o- + -phile (-ό- + -φιλος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακραιόφιλος

  • (βιολογία) οργανισμός που ζει σε συνθήκες ακραίες που κανονικά είναι επιβλαβείς ή θανατηφόρες για άλλους οργανισμούς
    ⮡  υπάρχουν ακραιόφιλοι οργανισμοί, βακτήρια, μικρόβια που ζουν σε ακραίες θερμοκρασίες, είναι θερμόφιλα ή ψυχρόφιλα, ή ζουν σε περιβάλλον με ιδιαίτερη χημική σύνθεση ή αντέχουν στην ακτινοβολία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία