ακραιόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακραιόφιλος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική extremophile < extreme (ακραίος, εξτρέμ) + -o- + -phile (-ό- + -φιλος
Επίθετο
επεξεργασίαακραιόφιλος
- (βιολογία) οργανισμός που ζει σε συνθήκες ακραίες που κανονικά είναι επιβλαβείς ή θανατηφόρες για άλλους οργανισμούς
- ⮡ υπάρχουν ακραιόφιλοι οργανισμοί, βακτήρια, μικρόβια που ζουν σε ακραίες θερμοκρασίες, είναι θερμόφιλα ή ψυχρόφιλα, ή ζουν σε περιβάλλον με ιδιαίτερη χημική σύνθεση ή αντέχουν στην ακτινοβολία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακραιόφιλος