Ακραίφνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ακραίφνιο | ||
γενική | του | Ακραιφνίου | ||
αιτιατική | το | Ακραίφνιο | ||
κλητική | Ακραίφνιο | |||
Κατηγορία όπως «άτομο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ακραίφνιο < ελληνιστική κοινή Ἀκραίφνιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈkɾef.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κραίφ‐νι‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑκραίφνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Συνώνυμα
επεξεργασία- Καρδίτσα (πρώην ονομασία)