Δείτε επίσης: ἀείφυλλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αείφυλλος η αείφυλλη
αείφυλλος
το αείφυλλο
      γενική του αείφυλλου της αείφυλλης
αειφύλλου
του αείφυλλου
    αιτιατική τον αείφυλλο την αείφυλλη
αείφυλλο
το αείφυλλο
     κλητική αείφυλλε αείφυλλη
αείφυλλε
αείφυλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αείφυλλοι οι αείφυλλες
αείφυλλοι
τα αείφυλλα
      γενική των αείφυλλων των αείφυλλων
αειφύλλων
των αείφυλλων
    αιτιατική τους αείφυλλους τις αείφυλλες
αειφύλλους
τα αείφυλλα
     κλητική αείφυλλοι αείφυλλες
αείφυλλοι
αείφυλλα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, συνηθίζονται σε ουσιαστικοποιημένα ή σε αρχαιοπρεπείς λέξεις..
Κατηγορία όπως «φυγόκεντρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αείφυλλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀείφυλλος < ἀεί + φύλλον. Μορφολογικά αναλύεται σε αεί- + -φυλλος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈi.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐εί‐φυλ‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

αείφυλλος, -η/ος, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «αείφυλλος, -η (λόγ. -ος), -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)