Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Ας γίνει έλεγχος της ετυμολογίας, που έκανα χωρίς πηγή. sarri.greek (συζήτηση) 07:19, 17 Σεπτεμβρίου 2019 (UTC).


Δείτε επίσης: ἀδώρητος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδώρητος η αδώρητη το αδώρητο
      γενική του αδώρητου της αδώρητης του αδώρητου
    αιτιατική τον αδώρητο την αδώρητη το αδώρητο
     κλητική αδώρητε αδώρητη αδώρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδώρητοι οι αδώρητες τα αδώρητα
      γενική των αδώρητων των αδώρητων των αδώρητων
    αιτιατική τους αδώρητους τις αδώρητες τα αδώρητα
     κλητική αδώρητοι αδώρητες αδώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδώρητος < ελληνιστική κοινή ἀδώρητος < στερητικό ἀ- + δωρητός ( < θέμα δωρησ- αορίστου ἐδώρησα του δωρέω + -τος). Δείτε επίσης αδώριστος από το δωρίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈðo.ɾi.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

αδώρητος, -η, -ο

  • (σπάνιο) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να δωρηθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. λήμμα αδώρητος - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. Ελληνο-αγγλικό Λεξικό - A Modern Greek-English Dictionary (MGED), Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, λήμματα 'Α' χ.χ.