αδώρητος
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδώρητος | η | αδώρητη | το | αδώρητο |
γενική | του | αδώρητου | της | αδώρητης | του | αδώρητου |
αιτιατική | τον | αδώρητο | την | αδώρητη | το | αδώρητο |
κλητική | αδώρητε | αδώρητη | αδώρητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδώρητοι | οι | αδώρητες | τα | αδώρητα |
γενική | των | αδώρητων | των | αδώρητων | των | αδώρητων |
αιτιατική | τους | αδώρητους | τις | αδώρητες | τα | αδώρητα |
κλητική | αδώρητοι | αδώρητες | αδώρητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδώρητος < ελληνιστική κοινή ἀδώρητος < στερητικό ἀ- + δωρητός ( < θέμα δωρησ- αορίστου ἐδώρησα του δωρέω + -τος). Δείτε επίσης αδώριστος από το δωρίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈðo.ɾi.tos/
Επίθετο
επεξεργασίααδώρητος, -η, -ο
- (σπάνιο) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να δωρηθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία- αδώριστος (σπάνιο)
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδώρητος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λήμμα αδώρητος - Γεωργακάς, Δημήτριος Ι. Ελληνο-αγγλικό Λεξικό - A Modern Greek-English Dictionary (MGED), Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, λήμματα 'Α' χ.χ.