Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδρομάλλης η αδρομάλλα
αδρομαλλούσα
το αδρομάλλικο
      γενική του αδρομάλλη της αδρομάλλας
αδρομαλλούσας
του αδρομάλλικου
    αιτιατική τον αδρομάλλη την αδρομάλλα
αδρομαλλούσα
το αδρομάλλικο
     κλητική αδρομάλλη αδρομάλλα
αδρομαλλούσα
αδρομάλλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδρομάλληδες οι αδρομάλλες
αδρομαλλούσες
τα αδρομάλλικα
      γενική των αδρομάλληδων των των αδρομάλλικων
    αιτιατική τους αδρομάλληδες τις αδρομάλλες
αδρομαλλούσες
τα αδρομάλλικα
     κλητική αδρομάλληδες αδρομάλλες
αδρομαλλούσες
αδρομάλλικα
Το θηλυκό, σε και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρομάλλης < αδρ(ός) + -ο- + -μάλλης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ðɾoˈma.lis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δρο‐μάλ‐λης

  Επίθετο επεξεργασία

αδρομάλλης, -α/ούσα, -ικο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία