αδρομάλλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδρομάλλης | η | αδρομάλλα & αδρομαλλούσα |
το | αδρομάλλικο |
γενική | του | αδρομάλλη | της | αδρομάλλας & αδρομαλλούσας |
του | αδρομάλλικου |
αιτιατική | τον | αδρομάλλη | την | αδρομάλλα & αδρομαλλούσα |
το | αδρομάλλικο |
κλητική | αδρομάλλη | αδρομάλλα & αδρομαλλούσα |
αδρομάλλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδρομάλληδες | οι | αδρομάλλες & αδρομαλλούσες |
τα | αδρομάλλικα |
γενική | των | αδρομάλληδων | των | —— | των | αδρομάλλικων |
αιτιατική | τους | αδρομάλληδες | τις | αδρομάλλες & αδρομαλλούσες |
τα | αδρομάλλικα |
κλητική | αδρομάλληδες | αδρομάλλες & αδρομαλλούσες |
αδρομάλλικα | |||
Το θηλυκό, σε -α και -ούσα. To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «κατσαρομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ðɾoˈma.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δρο‐μάλ‐λης
Επίθετο
επεξεργασίααδρομάλλης, -α/ούσα, -ικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδρομάλλης
|
Πηγές
επεξεργασία- «ἁδρομάλλης-ουσα-ικο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .